- αλδοτριόζες
- οι Χημ.οργανικές ενώσεις που περιέχουν μια αλδεΰδομάδα (-CH = Ο) και δύο υδροξύλια (-ΟΗ).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλδ[εΰδες] + τρι- < τρις < τρεις + κατάλ. -όζες, πληθ. του -όζη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.